1. Πρόσωπο
  2. Άνδρας
  3. Αρχειακή Συλλογή Παναγή Πατρικίου
  4. Πρόσωπα της Κεφαλονιάς
  5. 17 Ιουλίου 1821
  6. Ληξούρι
  7. 09 Φεβρουαρίου 1905
  8. Χανιά
  9. Κρήτη | Κεφαλονιά | Κέρκυρα
  10. Έλληνας
  11. Δικηγόρος
  12. Ελληνική
  13. Ιόνιος Ακαδημία
  14. wikipedia
    • Γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1821. Με την φιλόστοργη φροντίδα του παππού του Ιωάννη έτυχε συστηματικής μόρφωσης από την παιδική του ηλικία από τους καλύτερους δασκάλους της πόλης. Ανάμεσά τους και ο Άνθιμος Μαζαράκης, στη διδασκαλία του οποίου οφείλεται σε μεγάλο μέρος το φιλόθρησκο του ανδρός και η κλίση του προς ανώτερες σπουδές. Από την νεανική του ηλικία υπήρξε φιλακόλουθος και απήγγελε στην εκκλησία λογύδρια και αναγνώσματα, ιδιαιτέρως κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές. Επίσης, μετέφρασε κάποια μελοδραματικά έργα και κωμωδίες, ανάμεσα στα οποί ξεχωρίζει η άριστη μετάφραση του Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου. Σε ηλικία 16 ετών πήρε απολυτήριο από το Δευτερεύον Σχολείο και γράφτηκε στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου σπούδασε νομικά από το 1841 έως το 1842 παρακολουθώντας ταυτόχρονα και μαθήματα χημείας και φυσικής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πίζα. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία επιδόθηκε σε σπουδές φιλοσοφικές και θεολογικές. Το 1845 επανήλθε στην Κέρκυρα, όπου πήρε άδεια δικηγόρου και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, για να ασκήσει το επάγγελμά του. Εκπόνησε πλήθος νομικών πραγματειών και νομοθετημάτων, που αφορούσαν το Ιόνιο δίκαιο και την μεταβατική περίοδο μετά την Ένωση. Με πρωτοβουλία του συστήθηκε στην Κεφαλονιά η ασφαλιστική εταιρεία Αρχάγγελος, της οποίας έγινε και ο πρώτος διευθυντής. Η εταιρεία είχε για 12 χρόνια έδρα της το Αργοστόλι και συνέβαλε στην ανάπτυξη της ναυτιλίας του νησιού αρχικά και με την επέκτασή της ναυτιλίας και του εμπορίου ολόκληρης της Ελλάδας. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το τραπεζικό σύστημα και μάλιστα με την λειτουργία και τον ρόλο της Ιονικής Τράπεζας στην οικονομία της Επτανήσου και της Ελλάδας γενικότερα. Με την εγκατάστασή του στην Αθήνα για μία οκταετία, αναδείχθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες της βιομηχανικής και τραπεζικής κίνησης στην Ελλάδα. Ασχολήθηκε επίσης με την πολιτική, συντασσόμενος με την συντηρητική παράταξη στα Επτάνησα πριν την Ένωση, δημοσιογραφώντας από το 1850 στην εφημερίδα Ένωσις καθώς και σε άλλα φύλλα της εποχής. Για τις απόψεις του για την Ένωση ήρθε σε σύγκρουση με του ριζοσπάστες του νησιού και η εφημερίδα Χωρικός τον κατηγόρησε ότι στο υπόμνημα που κατέθεσε στις συναντήσεις του με τον Γλάδστωνα χαρακτήρισε την Ένωση ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Ο Σκαλτσούνης κυκλοφόρησε φυλλάδιο στις 26 Μαΐου 1865 με αποσπάσματα από το επίμαχο αυτό υπόμνημα στο οποίο αντέκρουσε τις κατηγορίες. Μολονότι θεωρούσε ματαιοπονία κάθε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική, δημοσίευε τις πολιτικές του αρχές και παραινέσεις προς τους εκλογείς της επαρχίας Πάλης. Τάχθηκε εναντίον της θέσης του Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου στο ζήτημα της εκκλησιαστικής αφομοίωσης των Επτανήσων μετά την Ένωση. Σημαντικότατη υπήρξε η εμπλοκή του στα γεγονότα στην Κρήτη το 1866. Διαδραμάτισε σοβαρό θεσμικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων και στην διευθέτηση ζητημάτων δικαίου διοίκησης, παιδείας κ.λπ. στην Κρήτη μετά τη λήξη του κρητικού ζητήματος. Για τη δράση του σε σχέση με το κρητικό ζήτημα διαφωτιστικό είναι το έργο του με τίτλο  Απομνημονεύματα αναφερόμενα εις την αναγέννησιν της Κρήτης, που εξέδωσε στα Χανιά το 1901. Τέλος, διακρίθηκε και ως συγγραφέας φιλοσοφικών και απολογητικών έργων, αφού ήταν στην Ελλάδα ο κύριος υποστηρικτής του Χριστιανισμού έναντι των αθεϊστικών και υλιστικών φιλοσοφικών θεωριών που ανθούσαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Τα σχετικά με το ζήτημα αυτό φιλοσοφικά και απολογητικά του έργα έγιναν απολύτως αποδεκτά και επαινέθηκαν από την Ανατολική Εκκλησία, ενώ μεταφράστηκαν και στη βουλγαρική, ιταλική και ρωσική γλώσσα. Τις απόψεις του αυτές δημοσίευε και στο περιοδικό Ανάπλασις, του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης από την 1η Ιουλίου 1895, ως Πρόεδρος του Συλλόγου της Αναπλάσεως στην Αθήνα. Για τις χριστιανικές του αρετές, τη θεολογική σοφία, το διοικητικό πνεύμα και τον αγώνα του υπέρ της Εκκλησίας θεωρήθηκε ως ο καταλληλότερος να ηγηθεί της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά τον θάνατο Μητροπολίτη Γερμανού, όμως έσπευσε με έγγραφό του να παραιτηθεί από αυτή την υποψηφιότητα. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων τον τίμησε απονέμοντάς του το παράσημο του Αγίου Τάφου συνοδευόμενο από ένα μεγάλο τεμάχιο τιμίου ξύλου και επιστολής στην οποία εκφραζόταν η ευγνωμοσύνη της Εκκλησίας για την προσφορά του. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και το οφθαλμολογικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρούσε, παρέμεινε στην Κρήτη εξακολουθώντας να προσφέρει σε έργα πατριωτικά και κοινωφελή.

      Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Τόμος Α',  σελίδες 577-600